- νοστιμούλης
- -α, -ικο1. αρκετά νόστιμος2. (για πρόσ.) αρκετά ωραίος, αρκετά χαριτωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοστιμούλης, -α, -ικο — ο αρκετά νόστιμος, ο χαριτωμένος, ο ευχάριστος, ο κομψός, ο ωραίος: Νοστιμούλικο μωρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοστιμούλικος — η, ο νοστιμούλης … Dictionary of Greek
νοστιμούτσικος — η, ο νοστιμούλης … Dictionary of Greek
νοστιμούλικος — η, ο βλ. νοστιμούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοστιμούτσικος — η, ο βλ. νοστιμούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)